- παρασκηνιακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα παρασκήνια τού θεάτρου, ο τών παρασκηνίων2. μτφ. αυτός που γίνεται στα κρυφά, όχι δημόσια ή με επίσημο τρόπο («παρασκηνιακές ενέργειες»).επίρρ...παρασκηνιακώς και -άμε παρασκηνιακό τρόπο, από τα παρασκήνια, από πίσω ή στα κρυφά («διευθύνει την οργάνωση παρασκηνιακώς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρασκήνιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.